- ματαιολογώ
- [матэолого] р. заниматься пустой болтовней,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ματαιολογώ — (Α ματαιολογῶ, έω) [ματαιολόγος] λέω πράγματα άσκοπα και ανόητα, φλυαρώ άσκοπα, κενολογώ … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
εμματάζω — ἐμματᾴζω και ἐμματαΐζω και ἐμματαιάζω (Α) 1. ματαιολογώ, μιλάω ασυλλόγιστα 2. άκριτα αφοσιώνομαι σε κάποιον … Dictionary of Greek
θαλασσοκοπώ — θαλασσοκοπῶ, αττ. τ. θαλαττοκοπῶ, έω (Α) χτυπώ, δέρνω τη θάλασσα, ματαιολογώ, λέω άσκοπα και θορυβώδη λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + κοπώ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κοπώ, σφυρο κοπώ] … Dictionary of Greek
κενολογώ — (ΑΜ κενολογῶ, έω) [κενολόγος] μιλώ χωρίς νόημα, λέγω ανόητα πράγματα, ματαιολογώ, αερολογώ, μωρολογώ, φλυαρώ … Dictionary of Greek